- θωμός
- θωμόςheapmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θωμός — θωμός, ὁ (Α) 1. σωρός, στοίβα 2. μτφ. πλήθος («θωμὸς ψηφισμάτων», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στη ρίζα *dhē ( θη ) τού τί θη μι, τής οποίας εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα θω (πρβλ. γοτθ. doms, το αρχ. σαξ. dōm και το αρχ. άνω γερμ. tuom, όλα… … Dictionary of Greek
θωμοί — θωμός heap masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωμοῦ — θωμός heap masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωμούς — θωμός heap masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωμόν — θωμός heap masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ithome in Messenien — Blick vom antiken Messene über das Dorf Mavromati hoch zum Gipfel des Ithome Blick vom Gipfel des Ithome hinab in d … Deutsch Wikipedia
θώκος — ὁ (Α θᾱκος και επικ. και ιων. τ. θῶκος, επικ. τ. και θόωκος, Μ θῶκος) έδρα, κάθισμα νεοελλ. 1. κάθισμα που ξεχωρίζει, που υπερέχει από τα άλλα 2. κάθισμα επίσημου προσώπου («προεδρικός θώκος») 3. φρ. «οικολογικός θώκος» η μικρότερη ομάδα βιοτόπου … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
dhē-2 — dhē 2 English meaning: to put, place Deutsche Übersetzung: ‘setzen, stellen, legen” Material: O.Ind. dádhüti, Av. daδüiti “ he places “, O.Pers. Impf. sg. adadü “ he has installed “, O.Ind. Aor.á dhü m “I placed”, Med. 3. sg.… … Proto-Indo-European etymological dictionary